ὑποψάθυρος

ὑποψάθυρος
ὑποψάθῠρος [pron. full] [ᾰ], ον,
A somewhat crumbling or friable,

διαχωρήματα Hp.Prorrh.1.116

(codd. and Gal.), cf. Coac.598 ([suff] ὑποχωρ-ψάφαρον codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υποψάθυρος — ον, Α λίγο χαλαρός, λίγο μαλακός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψαθυρός «εύθραστος, ευδιάλυτος»] …   Dictionary of Greek

  • ὑποψάθυρα — ὑποψάθυρος somewhat crumbling neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποψάφαρος — ον, Α δ. γρφ. τού ὑποψάθυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)* + ψαφαρός «εύθραστος, μαλακός, χαλαρός»] …   Dictionary of Greek

  • υποψέφαρος — ον, Α ὑποψάθυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ψεφαρός «σκοτεινός, ζοφερός»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”